γλυκοζίτες

γλυκοζίτες
Οργανικές ενώσεις, φυσικές ή συνθετικά παράγωγα των σακχάρων, που έχουν στο μόριό τους μία αλδεϋδική ομάδα. Αν το σάκχαρο ενωθεί με ένα άλλο σάκχαρο, η ένωση ονομάζεται δισακχαρίτης (πολλά σάκχαρα ενωμένα μαζί σχηματίζουν έναν πολυσακχαρίτη)· αν όμως ενωθεί με μια αλκοολική ή φαινολική ουσία, τότε έχουμε τον γ. (Ο-γ.). Στην περίπτωση που πρόκειται για ένα φυσικό προϊόν, το αλκοολικό ή φαινολικό συστατικό ονομάζεται άγλυκο. Τέλος, γλυκοζιτικός δεσμός είναι δυνατόν να σχηματιστεί και με καρβοξυλικά οξέα, οπότε οι ενώσεις που σχηματίζονται ονομάζονται εστερογλυκοζίτες. Στους λεγόμενους Ν-γ. ανηκούν τα νουκλεοτίδια και τα πολυνουκλεοτίδια, τα οποία προκύπτουν μέσω της αντίδρασης μιας αμινομάδας με το σάκχαρο, αντί για αλκοολική ομάδα. Ο όρος γ. είναι γενικός και περιλαμβάνει, εκτός από τα πιο διαδεδομένα παράγωγα της γλυκόζης, και τα παράγωγα άλλων σακχάρων (μανοζίτης, γαλακτοζίτης κλπ.). Οι γ. είναι διαδεδομένοι κυρίως στους φυτικούς οργανισμούς και ταξινομούνται γενικά ανάλογα με τη φύση του άγλυκου. Στα θηλαστικά, αντί για τους γ., απαντούν τα γλυκουρονίδια. Η σύνθεση των γ. πραγματοποιείται γενικά σε περιβάλλον όξινο, αν αντιδράσει το βρωμο-παράγωγο του σακχάρου με το νατριούχο παράγωγο του άγλυκου· πριν από την αντίδραση πρέπει να δεσμευτούν τα αλκοολικά υδροξύλια του σακχάρου με ακετυλικές ομάδες, οι οποίες απομακρύνονται στο τέλος της αντίδρασης. Οι γ. είναι ουσίες στερεές, συχνά κρυσταλλικές, πικρής γεύσης και οπτικά ενεργές. Από χημική άποψη, ο γλυκοζιτικός δεσμός αφορά την αλδεϋ-δική ομάδα του σακχάρου και όχι τα αλκοολικά υδροξύλια, που υπάρχουν στο μόριό του. Απόδειξη αυτού είναι ότι ο γ. χάνει (σε σχέση με το αρχικό σάκχαρο) τις χαρακτηριστικές ιδιότητες των αλδεϋδών και συγχρόνως δεν αποκτά τις ιδιότητες των εστέρων, όπως θα ήταν φυσικό αν είχε δημιουργηθεί δεσμός μεταξύ του άγλυκου και των αλκοολικών υδροξυλίων. Οι γ. υδρολύονται αρκετά εύκολα σε όξινο περιβάλλον, ενώ παρουσιάζουν σχετική σταθερότητα σε αλκαλικό. Η υδρόλυση μπορεί να συμβεί ακόμα και με την επίδραση ειδικών ενζύμων (εμουλσίνη, μαλτάση κλπ.), που υπάρχουν σε αυτά τα ίδια τα φυτά, στα οποία βρίσκεται ο γ. αλλά σε διαφορετικά κύτταρα. Οι φυσικοί γ. που παρουσιάζουν περισσότερο ενδιαφέρον είναι οι φαινολικοί, οι κυανικοί και οι θειικοί. Στην πρώτη ομάδα ανήκει η αρβουτίνη· με υδρόλυση παρασκευάζεται ένα μόριο γλυκόζης και ένα υδροκινόνης. Από τους κυανικούς, ο πιο αξιόλογος είναι η αμυγδαλίνη, που υδρολύεται σε ένα μόριο βενζαλδεΰδης, ένα υδροκυανίου και δύο γλυκόζης· η αμυγδαλίνη υπάρχει στους καρπούς του πικραμύγδαλου από τους οποίους απομονώθηκε το 1830. Η σινιγρίνη είναι ο απλούστερος από τους θειικούς γ. Βρίσκεται στους σπόρους του μαύρου σιναπιού και δίνει, με υδρόλυση, γλυκόζη και αλλυλ-ισοθειοκυανικό, το οποίο χρησιμοποιείται ως προσθετικό γεύσης στη μουστάρδα. Οι σαπωνίνες είναι επίσης γλυκοζιτικές ουσίες πολύ διαδεδομένες στους φυτικούς οργανισμούς, που έχουν την ιδιότητα να δίνουν με νερό κολλοειδή αφριστικά διαλύματα. Πολλοί γ. χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική ως καρδιοκινητικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • εμουλσίνη — Μείγμα συγγενών ενζύμων που υδρολύουν τους β γλυκοζίτες (όπως για παράδειγμα την αμυγδαλίνη με παραγωγή υδροκυανίου). Είναι μαλακή, λευκή ή κίτρινη σκόνη, που προκαλεί θόλωση του νερού αν διαλυθεί σε αυτό και βρίσκεται στα σπέρματα διαφόρων φυτών …   Dictionary of Greek

  • στεροειδή ή στερεοειδή — Μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων, που έχουν στο μόριό τους έναν κοινό βασικό πυρήνα (μητρικός πυρήνας), το στεράνιο, ο οποίος αντιστοιχεί στον τύπο C17H28. Η δυνατότητα ύπαρξης πολλών διαφορετικών ενώσεων από τον ίδιο σκελετό οφείλεται στις… …   Dictionary of Greek

  • γλυκόζη — Οργανική ένωση, του τύπου C6H12Ο6, που ανήκει στην τάξη των σακχάρων. Είναι ένας μονοσακχαρίτης με 6 άτομα άνθρακα (εξόζη), με μία αλδεϋδική ομάδα (αλδόζη). Στη φύση βρίσκεται στα φρούτα, σε πολλούς γλυκοζίτες, στο αίμα, όπου περιέχεται σε… …   Dictionary of Greek

  • δηλητήριο — Ουσία ικανή, ακόμη και σε πολύ μικρή ποσότητα, να επιφέρει τον θάνατο ενός ατόμου. Υπό ευρύτερη έννοια, δ. καλείται κάθε ουσία ικανή να προκαλέσει μια παθολογική κατάσταση στο άτομο, κατά την οποία οι οργανικοί ιστοί μπορεί να υποστούν πρόσκαιρες …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • ελατηρίνη — Οργανική ένωση του τύπου C20H28O5, που ανήκει στους γλυκοζίτες. Λαμβάνεται από τους καρπούς του φυτού πικραγγουριά και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική ως καθαρτικό και στη θεραπεία της υδροπικίας. Παρουσιάζεται σε δύο ισομερείς μορφές, την… …   Dictionary of Greek

  • οζίτης — ο (βιοχ.) συν. στον πληθ. οι οζίτες μικτά ακεταλικά παράγωγα σακχάρων που προκύπτουν από την αντικατάσταση τού ατόμου υδρογόνου τού ημιακεταλικού υδροξυλίου με μία οργανική ρίζα, αλλ. γλυκοζίτες, οζίδες, οζίδια …   Dictionary of Greek

  • υδρόλυση — Φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην αντίδραση διάσπασης που προκαλείται από το νερό, κατά την οποία τα ιόντα προστίθενται στις σχηματιζόμενες ρίζες. Στην ανόργανη χημεία, η υ. είναι μια χαρακτηριστική αντίδραση των αλάτων, που, όταν αναμειχτούν με… …   Dictionary of Greek

  • φυτοστερόλη — η, Ν συν. στον πληθ. οι φυτοστερόλες (βιοχ.) γενική ονομασία στερολών φυσικής προέλευσης, στερεών κρυσταλλικών σωμάτων που απαντούν σε διάφορα μέρη τών φυτικών οργανισμών ελεύθερα, ως εστέρες και ως γλυκοζίτες, αλλ. φυτοστερίνες. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”